- κοινωνιολογία
- Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837). Η κ. αποτελεί μία από τις σημαντικότερες κοινωνικές επιστήμες, με αντικείμενο μελέτης τις κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου και την ανθρώπινη συμπεριφορά ως προϊόν (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) της ζωής της ομάδας στην οποία ανήκει το άτομο. Ο χαρακτήρας της επιστήμης αυτής είναι θεωρητικός, δηλαδή αποβλέπει στην εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων μέσω εμπειρικών γεγονότων και θέτει γνωστικούς και όχι άμεσα πρακτικούς σκοπούς. Παρ’ όλα αυτά, η κ. αποτελεί το άμεσο υπόβαθρο των επεμβάσεων στο πεδίο της κοινωνικής οργάνωσης, από την εγκληματολογία έως τα προβλήματα της εκπαίδευσης, από τον οικονομικό προγραμματισμό έως τη σφαίρα των δημόσιων σχέσεων κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται λόγος για εφαρμοσμένηκ. Ο συγκεκριμένος κλάδος σημείωσε σημαντική ανάπτυξη στα μέσα του 20ού αι., καθώς σχετίζεται με την ολοένα και μεγαλύτερη επέμβαση των δημοσίων εξουσιών στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής και με την πολιτική που εφαρμόζουν οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις στο προσωπικό τους (κίνηση human relations).
Πρόδρομοι και αρχές της κοινωνιολογικής επιστήμης. Πολύ πριν διαμορφωθεί ο όρος κ. και καθοριστεί το ειδοποιό περιεχόμενό του, υπήρξαν έρευνες και διατυπώσεις κοινωνιολογικών θεωριών που είχαν τη μορφή γενικών αναλύσεων της κοινωνίας. Δείγματα τέτοιας σκέψης παρατηρούνται στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, καθώς και στους πολύ μεταγενέστερους Βίκο, Χομπς και Μοντεσκιέ. Οι σημαντικότεροι, όμως, πρόδρομοι πρέπει να αναζητηθούν κυρίως μεταξύ των Άγγλων στοχαστών του 17ου και του 18ου αι., όπως ο Φέργκιουσον και οι πολιτικοίαριθμητικοί (Πέτι). Ακολούθησαν οι κλασικοί οικονομολόγοι (Σμιθ, Ρικάρντο), οι οποίοι συνέδεσαν την κοινωνικοοικονομική ανάλυση με τη νεότερη πολιτική επιστήμη, που γεννήθηκε με τον Χομπς, τον Μακιαβέλι και τον Μποντέν. Άλλη βασική πηγή της κ. υπήρξε η γερμανική φιλοσοφία (Καντ, Φίχτε, Χέγκελ), από την οποία προήλθε, μεταξύ άλλων, η σχολή του Μαξ Βέμπερ (Ντίλταϊ, νεοκαντιανή κίνηση, Φ. Τένις). Η πολιτική οικονομία του Μάλθους και η θεωρία του Δαρβίνου δημιούργησαν την ιδέα της πάλης για τη ζωή και την εξέλιξη, που άσκησε αποφασιστική επίδραση στην κοινωνιολογική σκέψη. Δημιουργήθηκε μια θετικιστική παραλλαγή της θεωρίας περί κοινωνικού οργανισμού, που συνδεόταν αντιφατικά είτε με τον αστικό μύθο περί προόδου είτε με τις υπερβολές του ρατσισμού. Ο κοινωνιολογικός εξελικτικισμός βρήκε τους κυριότερους εκπροσώπους του στους Κοντ, Σπένσερ και Σάμνερ, αλλά η αποδοχή μιας θετικιστικής μεθόδου για τη μελέτη της κοινωνίας κατ’ αντιστοιχία με τη φύση και την ύλη (κοινωνική φυσική) υιοθετήθηκε και από άλλες σχολές και κοινωνιολόγους, όπως ο Παρέτο. Εξάλλου, η ιστορία της κ. συμβαδίζει με την ιστορία της κοινωνικής ψυχολογίας, ιδιαίτερα με τις αλληλεξαρτήσεις που παρουσιάστηκαν στον μπιχεϊβιορισμό (ψυχολογία της συμπεριφοράς), στην κίνηση του γκεσταλτισμού (μορφολογική ψυχολογία) και στην ψυχαναλυτική σχολή του Φρόιντ.
Σημαντικοί στοχαστές στην ιστορία της κ. υπήρξαν οι Μαρξ, Βέμπερ και Ντιρκέμ. Για τον Καρλ Μαρξ, η κ. είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική οικονομία: η κοινωνία ορίζεται ως σύνολο αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίες είναι προπάντων οικονομικές σχέσεις (σχέσεις παραγωγής). Η κοινωνική τάξη αποτελεί ταυτόχρονα οικονομική και κοινωνιολογική ενότητα, μέρος της διαδικασίας της παραγωγής και ενεργό ιστορικό υποκείμενο. Η φιλοσοφία περιορίζεται στην κ., την επιστήμη της κοινωνίας, και ταυτόχρονα στην προϋπόθεση για την επαναστατική μεταβολή της. Η έννοια της τάξης και της πάλης των τάξεων, η λειτουργική υποταγή των πολιτικών θεσμών στην οικονομική διάρθρωση, η σχέση μεταξύ ταξικής κατάστασης και συνείδησης (απόρριψη του μυστικισμού των ιδεολόγων) αποτελούν τα κεντρικά σημεία της μαρξιστικής κ. και προσδιορίζουν πολυάριθμες απόπειρες αποδοχής ή άρνησής της (διάκριση του Τένις μεταξύ κοινότητας και κοινωνίας, θεωρία του Βέμπερ περί ιδανικών τύπων κλπ.).
Για τον Μαξ Βέμπερ, η κ. αποτελεί επιστήμη που «επιδιώκει να περιλάβει εν ονόματι μιας ερμηνευτικής μεθόδου την κοινωνική δράση και στη συνέχεια να την ερμηνεύσει στην πορεία της και στα αποτελέσματά της» και παρουσιάζει γενικευμένο χαρακτήρα (αντίθετα από τον εξατομικευτικό χαρακτήρα της ιστορίας). Ο Βέμπερ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη των μεγάλων τύπων κοινωνικής συμπεριφοράς και των σχετικών διαρθρώσεων και θεσμών, για να καθορίσει αληθινές και σαφείς ιστορικές φάσεις που εμφάνιζαν μια ορισμένη επικρατούσα συμπεριφορά. Οι έρευνές του για τις σχέσεις μεταξύ του προτεσταντικού πνεύματος και της διαμόρφωσης του καπιταλισμού (Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού) ή για το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στα σύγχρονα κράτη υπήρξαν αρκετά σημαντικές, καθώς και η μεθοδολογική συμβολή του, που συνδέεται με την επίδραση του γερμανικού ιστορικισμού (Ρίκερτ, Βίντελμπαντ). Από τη σχολή του Βέμπερ επηρεάστηκαν –ακολουθώντας διάφορες κατευθύνσεις– στοχαστές όπως ο Σουμπέτερ, ο Μανχάιμ και ο Λούκατς.
Ο Ντιρκέμ περιόρισε την έννοια του κοινωνικού γεγονότος ως ειδικό πεδίο της κ., γενικό και εξωτερικό σε σχέση με τον άνθρωπο. Το κοινωνικό γεγονός αποτελεί μια συλλογική ενέργεια και εντύπωση, που υφίσταται ανεξάρτητα από την ατομική συνειδητοποίηση και δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση την επιστήμη της ψυχολογίας.
Η θέση αυτή εξηγεί το ενδιαφέρον του Ντιρκέμ και της σχολής του (Μάους, Χάλμπβαχς, Μπουγκλέ κ.ά.) για τα φαινόμενα της συλλογικής εντύπωσης, των συνηθειών της ομάδας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της θρησκείας ως συλλογικής και ρυθμιστικής εκδήλωσης. Αφού μελέτησε (στις πρώτες εργασίες του) τις συνθήκες της κοινωνικής ολοκλήρωσης και αλληλεγγύης (Ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας/De la division du travail social, 1893) και, στην αντίθετη κατεύθυνση, τις συνθήκες της αποσύνθεσης ή ανομίας (Η αυτοκτονία/Le suicide, 1897), ο Ντιρκέμ αφιέρωσε τα τελευταία έργα του στις πρωτόγονες κοινωνίες και στις στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής, δίνοντας νέα ώθηση στην ήδη ανεπτυγμένη γαλλική εθνολογία.
Με διάθεση να απομακρυνθεί τόσο από τις ιδέες του Μαρξ όσο και από τις ιδεαλιστικές (Βέμπερ) και θετικιστικές (Ντιρκέμ) επιδράσεις, ο Αμερικανός Τσαρλς Κούλεϊ έθεσε στο κέντρο της κοινωνιολογικής έρευνας την κοινωνική και εύπλαστη φύση του ανθρώπου (το εμείς σε αντίθεση προς το ατομιστικό και φιλελεύθερο εγώ) και εξήρε τη στιγμή της συμπαθητικής ενδοσκόπησης (της διαίσθησης της επικοινωνίας με τους άλλους). Σύμφωνα με τη θεωρία του, η κοινωνική οργάνωση νοείται ως έκφραση της ποικιλίας της ζωής του ανθρώπινου πνεύματος και οι συνεργαζόμενες πρωτογενείς κοινωνικές ομάδες (από την οικογένεια έως την ομάδα της κοινότητας) αποτελούν τις στοιχειώδεις μορφές συγκρότησής της. Η ανθρώπινη φύση είναι χαρακτηριστικό της ομάδας και όχι του ατόμου, ενώ η συνεργασία και η δημοκρατία αποτελούν την υψηλότερη έκφραση της κοινωνικής ζωής.
Νεότερες εξελίξεις της κ. Τον 20ό αι. η κ. αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη επιστήμη και ως κλάδος ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Η Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (σχολή Βέμπερ και Ζίμελ, Γκάιγκερ, φον Βίζε) και η Γαλλία υπήρξαν οι πρωτοπόροι των πρώτων δεκαετιών του αιώνα. Ωστόσο, μετά το 1930, η μεγαλύτερη ανάπτυξη και οι περισσότερες έρευνες πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, χάρη στη συγχώνευση της πλούσιας τοπικής παράδοσης με τη συμβολή ξένων κοινωνιολόγων που εγκαταστάθηκαν εκεί (Ζνανιέτσκι, Μορένο, Μπόας, Σορόκιν κ.ά.). Με την επικράτηση του ναζισμού, οι μεγαλύτεροι Γερμανοί κοινωνιολόγοι (Μανχάιν, Γκάιγκερ, Σουμπέτερ κλπ.) μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, δίνοντας νέα πνοή στα πανεπιστημιακά κέντρα της χώρας. Σημαντική υπήρξε επίσης η πνευματική συμβολή του Τάλκοτ Πάρσονς, ο οποίος εισήγαγε στον αμερικανικό κόσμο τη σκέψη των μεγάλων κλασικών, αν και μέσα από μια αφηρημένη και περίπλοκη επεξεργασία. Βέβαια, το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο των αμερικανικών κοινωνιολογικών ρευμάτων υπήρξε αυτό της διάσπασης των μεγάλων κλασικών σχημάτων έρευνας μέσω του εμπειρισμού της μικροκοινωνιολογίας (κ. των μικρών ομάδων και των μικρών προβλημάτων) και της εξειδίκευσης (με ιδιαίτερη προσοχή στα θέματα της κοινωνικής οργάνωσης και αποδιοργάνωσης, της κινητικότητας και της στρωματοποίησης, της κοινωνιομετρικής μελέτης των σχέσεων μεταξύ των μελών της ομάδας, των επιμέρους αντιθέσεων, των σχέσεων μεταξύ των υπαλλήλων μιας επιχείρησης κλπ.). Αντιδρώντας σε αυτές τις τάσεις, ο Ράιτ Μιλς επέκρινε τα αντίθετα ελαττώματα του εμπειρισμού και της αφαίρεσης και ο Χουάιθ στράφηκε κατά της γραφειοκρατικοποίησης των ερευνητών. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκε αξιόλογη άνθηση των κοινωνιολογικών σπουδών στην Ιταλία (Φεραρότι, Γκαλίνο, Καβάλι, Πιτσόρνο κ.ά.), στη Γερμανία (Ντάρεντορφ), αλλά κυρίως στη Γαλλία με τους Γκούρβιτς, Φριντμάν, Ναβίλ, Τουρέν και την ομάδα της Sociologie du travail (κ. της εργασίας).
Εξάλλου, η συγκρότηση ειδικευμένων ομάδων κοινωνιολόγων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες αποτέλεσε μια ενδιαφέρουσα εφαρμογή της επιστήμης.
Κλάδοι της κ. Η μελέτη των κοινωνικών συνθηκών ανάπτυξης ορισμένων κλάδων δραστηριότητας δημιούργησε ειδικές κατηγορίες στην επιστήμη της κ. (κ. της τέχνης, της λογοτεχνίας, του δικαίου, της εκπαίδευσης κλπ.). Ιδιαίτερη σημασία έχουν η κ. της γνώσης (ή γνωσιοκοινωνιολογία), με κύριο εκπρόσωπο τον Μανχάιν, η οποία επαναπροσδιόρισε εκτός από τη μαρξιστική κριτική των ιδεολογιών και τη διάκριση του Παρέτο μεταξύ υπολειμμάτων και εκτροπών, κυρίως τον σχετικισμό του νεοκαντιανού ιστορικισμού (πανιδεολογισμού), η πολιτική κ. (Σουμπέτερ, Αρόν, Λίπσετ, Ράιτ Μιλς, Μακ Άιβερ κ.ά.) ως πεδίο συνάντησης των κοινωνιολογικών ενδιαφερόντων και των παραδοσιακών πολιτικών επιστημών, η οικολογική κ. (αστική και αγροτική) και η οικονομική κ. Οι δύο τελευταίες συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με προβλήματα πρακτικής εφαρμογής (προγραμματισμός, εγκατάλειψη της υπαίθρου, πολεοδομική οργάνωση, κοινωνική πρόνοια). Τέλος, υπό τον όρο βιομηχανική κ. μπορούν να συγκεντρωθούν πλήθος μελετών σχετικά με τις εσωτερικές σχέσεις των επιχειρήσεων, τους όρους εργασίας και την παραγωγικότητα. Η επιστημονική δεοντολογία αυτής της κατεύθυνσης είναι αρκετά συζητήσιμη, ιδιαίτερα εξαιτίας της αντίδρασης των συνδικάτων.
Η μελέτη των νομικών θεσμών σε σχέση με τον κοινωνικό τους περίγυρο καθώς και η ανάλυση και η εκτίμηση των σχέσεων μεταξύ του δικαίου και των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και ψυχολογικών γεγονότων ονομάζεται συνοπτικά κ. του δικαίου. Πρόκειται για ειδικό κλάδο της κ. που μελετά το δίκαιο και διακρίνεται τόσο από τη νομική θεωρία (η οποία της προμηθεύει το υλικό για μελέτη) όσο και από τη φιλοσοφία του δικαίου, γιατί η κ. του δικαίου ερευνά αποκλειστικά το δίκαιο ως κοινωνικό φαινόμενο της σύγχρονης ζωής και προσπαθεί να αποκαλύψει την κοινωνική βάση του σε σχέση με την πραγματικότητα, έτσι όπως εκφράζεται από τη γέννηση και τη λειτουργία των νομικών θεσμών. Διάφοροι συγγραφείς και νομικοί επιστήμονες, από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας, αντιμετώπισαν το θέμα της αλληλεπίδρασης του δικαίου με τις υπόλοιπες κοινωνικές δυνάμεις. Παρά την υπεροχή της φιλοσοφικής θεώρησης του δικαίου, δεν έλειψαν και σημαντικές παρατηρήσεις καθαρά κοινωνιολογικού χαρακτήρα, προερχόμενες κυρίως από τον Αριστοτέλη. Η σαφής, όμως, μορφή της και ο διαχωρισμός της από τη φιλοσοφία του δικαίου εμφανίστηκε με το έργο του Π. Ανζιλότι Η φιλοσοφία του δικαίου και η κοινωνιολογία (1892).
Στη σύγχρονη κοινωνιολογία έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία έννοιες και διακρίσεις (κοινωνία ανεπτυγμένη, αναπτυσσόμενη, βιομηχανική) που αναφέρονται αποκλειστικά στο επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης. Στη φωτογραφία, καλλιέργεια με πρωτόγονα μέσα στην Κένυα.
Προμετωπίδα της α’ έκδοσης του έργου «Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου» του Εμίλ Ντιρκέμ, που δημοσιεύτηκε το 1895 στο Παρίσι.
* * *η1. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κοινωνικά φαινόμενα και τους νόμους που τά διέπουν2. συστηματική μελέτη τών ανθρώπινων ομάδων που ασκούν ένα επάγγελμα, είναι οπαδοί μιας θρησκείας ή ενδιαφέρονται για ένα πολιτιστικό, καλλιτεχνικό ή άλλο φαινόμενο (α. «αγροτική κοινωνιολογία» β. «θρησκευτική κοινωνιολογία» γ. «κοινωνιολογία τής λογοτεχνίας»).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologie < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -logie (πρβλ. -λογία < -λογῶ < -λόγος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάννη Α. Σούτζο].
Dictionary of Greek. 2013.